- μετάβαση
- η (ΑM μετάβασις) [μεταβαίνω]1. η αλλαγή θέσης, η μετατόπιση από μία θέση σε άλλη ή η μετακίνηση από έναν τόπο σε άλλο (α. «η μετάβαση από την Αθήνα στον Βόλο» β. «πάλιν εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν μετάβασιν ἑαυτοῡ παρέβαλλε ταῑς βασιλέως ἔαρος μὲν ἐν Σούσοις», Πλούτ.)2. η μετατροπή υφιστάμενων νόμων, πολιτεύματος ή εξουσίας (α. «η μετάβαση στον σοσιαλισμό» β. «ὅτι πολλάκις λανθάνει μεγάλη γινομένη μετάβασις τῶν νομίμων», Αριστοτ.)3. (στον λόγο) η μεταπήδηση από το ένα θέμα στο άλλο ή από την εισαγωγή στο κύριο θέμαμσν.-αρχ.η εναλλαγή τών ποδιών κατά το βάδισμα ή κατά τον χορόαρχ.1. μεταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή από ποιότητα σε ποιότητα», Σωρ.)2. (στην τραγωδία) η εξέλιξη από ένα επεισόδιο σε άλλο3. η μεταβολή τής κατάστασης σε ένα δράμα4. η διαδικασία εξαγωγής συμπεράσματος κατ' αναλογίαν.
Dictionary of Greek. 2013.